- γκιόσα
- η1) стирая коза или овца; 2) перен. развратная уродина или старая греховодница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκιόσα — η 1. γερασμένη γίδα ή προβατίνα που δεν γεννά πλέον 2. γερασμένη, άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) gjosa < (σλαβ.) kozje] … Dictionary of Greek
γκιόσα — η (λ. σλαβ.) 1. γερασμένη προβατίνα ή κατσίκα που σταμάτησε να γεννά. 2. μτφ., γυναίκα γερασμένη και άσχημη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)